-
1 αὐτόδιον
Grammatical information: adv. or adj. (acc.)Meaning: Prob. `immediately' (only Od. θ 449)Etymology: In antiquity interpreted as ἐξ αὐτῆς τῆς ὁδοῦ ἐλθόντα. Schulze KZ 29, 258 supposed *αὐτό-διϜον comparing αὐτ-ῆμαρ `on the same day', and Skt. sa-dívaḥ `at once'; so to Lat. dies and to Ζεύς. Quite possible.Page in Frisk: 1,190Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > αὐτόδιον
См. также в других словарях:
αυτόδιον — αὐτόδιον επίρρ. (Α) ευθύς, αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. Άπαξ ειρημένη λ. (Οδ. θ. 449), που μπορεί να είναι επίρρ. ή επίθ. στην αιτιατική. Η αρχαία ερμηνεία της λ. είναι «εξ αυτής της οδού ελθόντα (ή εληλυθότα)» με αρχικό τ. *αυθόδιον, ο οποίος έχει υποστεί… … Dictionary of Greek